- λαγοτροφείον
- λαγοτροφεῑον, τὸ (Α)βλ. λαγωτροφείον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαγωτροφείον — και λαγοτροφεῑον, τὸ (Α) μέρος όπου εκτρέφονται λαγοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + τροφεῖον (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. θηριο τροφείον, ιχθυο τροφείον] … Dictionary of Greek